Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς

См. также в других словарях:

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

  • ετερορρεπής — ές (ΑΜ ἑτερορρεπής, ές) αυτός που ρέπει, κλίνει προς το ένα μέρος, ο ετεροκλινής αρχ. 1. αυτός που κλίνει εξίσου προς το ένα ή το άλλο μέρος, ο αμερόληπτος, ο δίκαιος («Ζεὺς ἑτερορρεπής, νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»